- προπρηνής
- -ές, Α(επιτεταμένος τ. τού πρηνής)1. αυτός που έχει το πρόσωπό του προς τα κάτω, προς τα εμπρός, ο πεσμένος μπρούμυτα2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) προπρηνέςπρος τα εμπρός, μπρούμυτα3. φρ. «φασγάνῳ προπρηνέϊ τύψας» — αφού επέφερε άμεσο τραύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πρηνής «στραμμένος προς τα εμπρός» (πρβλ. κατα-πρηνής)].
Dictionary of Greek. 2013.